- περιστατικόν
- περιστατικόςofmasc acc sgπεριστατικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιστατικό — το / περιστατικόν ΝΜΑ βλ. περιστατικός … Dictionary of Greek